Η δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα το 1991, από τον ΟΝΝΕΔίτη Καλαμπόκα, εδραίωσε την πάλη του φοιτητικού κινήματος στη συνείδηση της κοινωνίας ως μέρος της μεταπολιτευτικής ιστορίας της Ελλάδας. Δεν είναι πολλοί αυτοί όμως που θυμούνται την εξέγερση των φοιτητών το 1978-1979 ενάντια σε άλλον έναν «μεταρρυθμιστικό» νόμο της κυβέρνησης της ΝΔ.
Εκτός από τις προφανείς ομοιότητες των 2 αυτών αγώνων των φοιτητών με τον σημερινό (δεξιά κυβέρνηση, νόμος-πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια), η εξέταση τους αποκτά όλο και περισσότερο ενδιαφέρον όσο κάποιος εμβαθύνει στις λεπτομέρειες, αφού αποκαλύπτεται πως το σενάριο επαναλαμβάνεται αυτούσιο.
Είναι αξιοπρόσεκτο πως και στις τρεις περιπτώσεις η ΝΔ εξήγγειλε σχεδόν το ίδιο νομοσχέδιο, με άξονα τη συντηρητική και βαθιά ταξική πολιτική. Έχει επίσης σημασία να δούμε τα αντανακλαστικά των φοιτητών αλλά και πως αντιμετωπίστηκαν από την κυβέρνηση, την αστυνομία και τα ΜΜΕ. Ένα άλλο στοιχείο που εγείρει το ενδιαφέρον μας είναι η στάση ορισμένων πολιτικών ομάδων ή φοιτητικών παρατάξεων (π.χ. η διασπαστική τάση της ΠΚΣ, όπως έγινε και το καλοκαίρι του 2006).
Εκτός από την ιστορική αναδρομή, η σύγκριση των τριών κινημάτων με τις τόσες ομοιότητες που τα χαρακτηρίζουν, προσπαθεί να δώσει απάντηση και στο ερώτημα που πλανάται πάνω από τις καταλήψεις και τις πορείες των φοιτητών: Θα τελεσφορήσει ο αγώνας μας; Το 1979 και το 1991 έτσι έγινε. Απομένει λίγος καιρός για να δώσουμε και εμείς την δική μας απάντηση.
1979: Ο νόμος 815
Στις 17 Ιουλίου 1975 το ΥΠΕΠΘ κατέθεσε αιφνιδιαστικά στο θερινό τμήμα της Βουλής νομοσχέδιο με το οποίο οι φοιτητικοί σύλλογοι μετατρέπονταν σε νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, ιδιότητα που θα επέτρεπε δικαστικές επεμβάσεις στην εσωτερική τους λειτουργία. Η ΕΦΕΕ αντέδρασε και, παρά το κατακαλόκαιρο, 30.000 νέοι κατέκλυσαν το κέντρο της Αθήνας, διαδηλώνοντας κατά του «κρατικού συνδικαλισμού». Το νομοσχέδιο αποσύρθηκε.
Έτσι, για να περιορίσει τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση της Ν.Δ. επέλεξε ξανά το τμήμα διακοπών της Βουλής: το νομοσχέδιο κατατέθηκε από τον τότε υπουργό Παιδείας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη στις 22 Αυγούστου 1978 και ψηφίστηκε (ως νόμος 815) μέσα στις επόμενες μέρες, παρ’ όλο που αυτή η πρακτική καταγγέλθηκε ως αντισυνταγματική.
Στόχος του Ν. 815 ήταν πάνω απ’ όλα να «βάλει τάξη» στα ΑΕΙ. «Αποτελούσε καθήκον και υποχρέωση της κυβερνήσεως να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε το γενικό κλίμα χαλαρώσεως της φοιτητικής προσπαθείας, το οποίο υπάρχει δυστυχώς σε σημαντική μερίδα του φοιτητικού κόσμου, να μειωθεί. Και αυτό ακριβώς επιδιώκεται με ρυθμίσεις τις οποίες προβλέπει ο νόμος 815», εξήγησε λίγο αργότερα στο συνέδριο της Ν.Δ. ο Βαρβιτσιώτης.
Βασικές ρυθμίσεις του νόμου, σύμφωνα με τον δημιουργό του, ήταν η σκλήρυνση των εξεταστικών ρυθμίσεων (περιορισμός των εξεταστικών περιόδων από 3 σε 2, κατάργηση της δυνατότητας μεταφοράς μαθημάτων), η απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας για όσους αποτύγχαναν δυο φορές στην ίδια χρονιά και κυρίως η επιβολή ανώτατου χρονικού ορίου σπουδών (το περίφημο «ν + ν/2»), με το κλασικό επιχείρημα ότι έτσι «τίθεται τέρμα στην αδιανόητη κατάσταση των αιώνιων ή των κατ’ επάγγελμα φοιτητών» («Αρχείο Καραμανλή», τ. 11ος, σ. 360). Ως δικαιολογητική βάση, τότε όπως και σήμερα, επιστρατεύθηκε ο αναγκαίος «εξευρωπαϊσμός» και «εκσυγχρονισμός» της ανώτατης παιδείας.
Εξίσου αυταρχικές ήταν οι διατάξεις του Ν. 815 που αφορούσαν το «επικουρικό» διδακτικό προσωπικό των ΑΕΙ, οι επιστημονικές δραστηριότητες του οποίου επιτρέπονταν μονάχα «εφόσον τούτο δεν παραβλάπτει» τα «υποβοηθητικά» τους καθήκοντα προς τους κατόχους των καθηγητικών εδρών. Αλλά κι αυτοί οι τελευταίοι έπρεπε στο εξής να ζητάνε την έγκριση του υπουργείου για οποιαδήποτε αλλαγή στο πρόγραμμα σπουδών, για την πρόσληψη βοηθών, ακόμη και τη χορήγηση διδακτορικών!
Άλλα κρίσιμα ζητήματα, όπως η «οριοθέτηση» του πανεπιστημιακού ασύλου και η «ρύθμιση» του φοιτητικού συνδικαλισμού παραπέμπονταν σε μελλοντικά νομοθετήματα, μετά το αναμενόμενο ξεδόντιασμα του ισχυρού φοιτητικού κινήματος. Όπως διαπίστωνε και ο Γ. Ράλλης, ο οποίος δεν συγκαταλεγόταν και στους «υπερσυντηρητικούς» της κυβέρνησης και της NΔ για όλα έφταιγε το φοιτητικό κίνημα και οι πολλές ελευθερίες. Σ αυτό το πλαίσιο επιχειρήθηκε ο «εκσυγχρονισμός» της ανώτατης εκπαίδευσης.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως οι σχολές της Nομικής Aθήνας και Θεσσαλονίκης έκριναν αντισυνταγματικό τον νόμο και αρνούνταν να τον εφαρμόσουν (Φεβρουάριος 1979).
Η συνειδητοποίηση των πρακτικών συνεπειών του Ν. 815 θα τροφοδοτήσει έτσι το «μπλοκ των καταλήψεων». Οι φοιτητές επιχειρούν στις 12 Οκτωβρίου να μετατρέψουν τη «συνήθη» συγκέντρωση στα Προπύλαια σε πορεία προς τη Βουλή. Τα ΜΑΤ επιτίθενται, καταδιώκουν τους διαδηλωτές μέχρι τη Νομική και το βράδυ εισβάλλουν, παραβιάζοντας το άσυλο και ξυλοκοπώντας όποιον βρίσκουν μπροστά τους. Το έναυσμα για την τελική μάχη ενάντια στο Ν. 815 έχει πια δοθεί.
Στις 3 Δεκεμβρίου καταλαμβάνεται το Χημείο κι ακολουθούν η Πολυτεχνική Ξάνθης (4/12), το Γεωλογικό (7/12), το Φυσικό (10/12) και η Νομική της Αθήνας (11/12). Στους Πολιτικούς Μηχανικούς του ΕΜΠ, πάλι, οι φοιτητές αποφασίζουν «διαρκή παραμονή» στη σχολή τους (10/12). Η κυβέρνηση, απ’ την πλευρά της, θα επιχειρήσει να στριμώξει ΕΦΕΕ κι αντιπολίτευση επισείοντας το φάσμα της «αναρχίας» και της υπονόμευσης του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Όταν π.χ. ο Ανδρέας Παπανδρέου ζητάει την απόσυρση του Ν. 815 και «προειδοποιεί» πως το ΠΑΣΟΚ «δεν θα ανεχθεί καταστρατήγηση του πανεπιστημιακού ασύλου, με επέμβαση της αστυνομίας ή εξωπανεπιστημιακών παραγόντων» (7/12), ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τον κατηγορεί ότι «ενθαρρύνει την αναρχία και κλονίζει τα θεμέλια της δημοκρατίας. Εάν επικρατήσουν οι απόψεις του, θα μπορούσε η Ελλάς να δοκιμάσει τα δεινά που συνταράσσουν σήμερα γειτονικές χώρες» («Πρωινή» 9/12/79).
Στις 10 Δεκεμβρίου, ο εισαγγελέας ασκεί δίωξη «κατά παντός υπευθύνου» για τις καταλήψεις Χημικού και Γεωλογικού. Αντιμέτωπη με ένα κίνημα που τη θέτει στο περιθώριο και ταυτόχρονα με την «απροσχημάτιστη ποινικοποίηση της πανεπιστημιακής ζωής» απ’ τις αρχές, η ΕΦΕΕ αποφασίζει την επομένη (με εισήγηση της ΠΑΣΠ) τριήμερη κατάληψη όλων των σχολών την ερχόμενη εβδομάδα.
Η κυβέρνηση απαντά με «λοκ άουτ», διατάσσοντας το κλείσιμο των ΑΕΙ ώς τις 8 Ιανουαρίου και σπρώχνοντας την ΕΦΕΕ να ανταπαντήσει με άμεση κατάληψη όλων των σχολών. Την ίδια μέρα, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών «αποδοκιμάζει» μεν ρητά τις καταλήψεις, σαν «πράξεις βίας ανάρμοστες με το ακαδημαϊκό και δημοκρατικό πνεύμα», υπενθυμίζει όμως ότι από τις 6/12/79 έχει στείλει στο ΥΠΕΠΘ τις δικές της προτάσεις ως «βάση για διάλογο προς εξεύρεση λύσεως».
Παρά τις έντονες εσωτερικές αντιθέσεις του κινήματος (στρατιωτικοποιημένες ομάδες της ΚΝΕ επιχειρούν στις 16/12/79 να αποσπάσουν το Χημείο από τις Συντονιστικές Επιτροπές, με αποτέλεσμα τουλάχιστον 15 τραυματίες), αυτό έχει μπει στο δρόμο της νίκης: Στις 3 Ιανουαρίου 1980, ο πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής εξαγγέλλει την αναστολή των εξεταστικών διατάξεων του Ν. 815 και τη σύσταση επιτροπών που θα επεξεργαστούν έναν νέο νόμο πλαίσιο για τα ΑΕΙ.
Οι διαβουλεύσεις αυτές δεν θα έχουν αποτέλεσμα, καθώς η χώρα εισέρχεται σε παρατεταμένη εκλογική περίοδο, με κατάληξη την πολιτική αλλαγή του 1981. Ο νέος «νόμος πλαίσιο» θα καταρτιστεί από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (Ν. 1268/82) σε σαφώς διαφορετική κατεύθυνση.
1991: Ο Τεμπονέρας ζει
1990:Η κυβέρνηση της ΝΔ των “νέων ιδεών” επανέρχεται στην εξουσία μετά από ένα αγκομαχητό τριών εκλογικών αναμετρήσεων για την εξασφάλιση των πολυπόθητων 151 εδρών, με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη και υπουργό παιδείας τον Κοντογιαννόπουλο.
Προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης αποτελούσαν τόσο η δημιουργία ιδιωτικών ΑΕΙ όσο και η επιβολή της «πειθαρχίας» στα ήδη υφιστάμενα δημόσια.
Έτσι τον Αύγουστο του 1990, ο υπουργός παιδείας εξαγγέλλει ένα πολυνομοσχέδιο με μέτρα για αλλαγές στο σύνολο της παιδείας. Το πολυνομοσχέδιο προέβλεπε:
Μείωση αργιών, κατάργηση αδικαιολόγητων απουσιών, γραπτές εξετάσεις στα γυμνάσια και στις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού, επιστροφή της αριθμητικής βαθμολογίας στο δημοτικό, ποινή ελέγχου της συμπεριφοράς των μαθητών στο σχολείο, πειθαρχικός έλεγχος της εξωσχολικής ζωής των μαθητών, κατάργηση των μαθητικών γενικών συνελεύσεων του σχολείου και απονεύρωση των μαθητικών κοινοτήτων, επιβολή ομοιόμορφης εμφάνισης – ποδιάς, έπαρση σημαίας, υποχρεωτικός εκκλησιασμός, αξιολόγηση εκπαιδευτικών, κατάργηση επετηρίδας και πρόσληψη εκπαιδευτικών κατόπιν συνέντευξης κ.α.
Στο στόχαστρο του πολυνομοσχεδίου και η τριτοβάθμια εκπαίδευση για την οποία προβλεπόταν: κατάργηση των δωρεάν συγγραμάτων και περικοπές στις υπόλοιπες παροχές προς τους φοιτητές (σίτιση-στέγαση), εντατικοποίηση των σπουδών και επιβολή χρονικού ορίου στη φοίτηση, περιορισμό της φοιτητικής συμμετοχής στα όργανα συνδιοίκησης των ΑΕΙ, λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ με περίεργες «ερμηνείες» του άρθρου 16 του συντάγματος και περιστολή του πανεπιστημιακού ασύλου.
Οι συσχετισμοί στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος έδειχναν όμως, να ευνοούν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς: Αδιαμφισβήτητη πρώτη δύναμη στις φοιτητικές εκλογές από το 1987, η ΔΑΠ είχε αποσπάσει την άνοιξη του 1990 το 45,7% των ψήφων, ελέγχοντας πλήρως πολλά Δ.Σ. συλλόγων, ενώ η ΕΦΕΕ ήταν ουσιαστικά ανενεργή.
Καθώς η ΔΑΠ προσπαθεί να εμποδίσει με κάθε τρόπο την πραγματοποίηση συνελεύσεων, για τη σύγκλησή τους θα χρειαστεί συχνά η συγκέντρωση υπογραφών από τους φοιτητές.
Με έναυσμα τοπικά προβλήματα, οι πρώτες καταλήψεις ξεκινούν στα τέλη Οκτωβρίου. Την αρχή κάνουν οι φοιτητές του Παιδαγωγικού, που στις 29/10/90 καταλαμβάνουν το Χημείο για να κάνουν εκεί… μάθημα, αφού ώς τότε ήταν υποχρεωμένοι να τρέχουν από το ένα πανεπιστημιακό κτίριο στο άλλο. Η πρώτη διαδήλωση θα γίνει στις 15 Νοεμβρίου, με πρωτοβουλία 8 κατειλημμένων σχολών της Αθήνας. Η αξιόλογη -για τα έως τότε δεδομένα- επιτυχία της (5.000 άτομα) αποτελεί ενθάρρυνση για συνέχιση.
Τις επόμενες μέρες το κίνημα θα γενικευθεί, περνώντας από τα ΑΕΙ στα ΤΕΙ (οι σπουδαστές των οποίων κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς εργασιακά δικαιώματα λόγω της άρνησης του ΥΠΕΠΘ να τα δηλώσει στην ΕΟΚ ως τριτοβάθμια ιδρύματα) και κυρίως στα λύκεια, οι μαθητές των οποίων ξεσηκώνονται μαζικά ενάντια στα προεδρικά διατάγματα με τα οποία ο Κοντογιαννόπουλος είχε επιχειρήσει να «πειθαρχήσει» τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με τα μέτρα που αναφέρονται παραπάνω.
Στα μέσα Δεκεμβρίου το 70% των σχολείων της χώρας τελεί υπό κατάληψη, οι διαδηλώσεις κυμαίνονται μεταξύ 10.000 (6/12) και 30.000 (18/12), ενώ σημειώνονται οι πρώτες μαζικές συγκρούσεις: στις 14/12/90 φοιτητές αναμετριούνται με τα ΜΑΤ στο κέντρο της πρωτεύουσας, μετά την απόκρουση απόπειρας 1.000 σπουδαστών να εισβάλουν στο ΥΠΕΠΘ. Την ίδια περίοδο εκδηλώνονται οι πρώτοι κυβερνητικοί ελιγμοί «για την υπερφαλάγγιση των καταλήψεων», ώστε να δοθεί στους μαθητές «η ευκαιρία μιας “ηρωικής” επιστροφής». Στις 12/12/90 ο υπουργός Παιδείας «διευκρινίζει» ότι τα επίμαχα διατάγματα δεν θα εφαρμοστούν για ένα τρίμηνο, ώσπου το περιεχόμενό τους να γίνει πλήρως «κατανοητό».
Στις 17 Δεκεμβρίου επανέρχεται, αναβάλλοντας για έναν χρόνο την εφαρμογή των διαταγμάτων και δίνοντας στη δημοσιότητα μια κουτσουρεμένη εκδοχή του «πολυνομοσχεδίου» για τα ΑΕΙ: μέτρα άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης, ενίσχυση των τακτικών καθηγητών απέναντι στην υπόλοιπη «πανεπιστημιακή κοινότητα» και κατάργηση της επετηρίδας, χωρίς την παραμικρή αναφορά στις προαναγγελθείσες «πειθαρχικές» διατάξεις (άσυλο, χρονικό όριο σπουδών) και περικοπές (συγγράμματα κ.λπ.).
Από τους καταληψίες, αυτή η «αυτοσυγκράτηση» εκλαμβάνεται ως μια πρώτη νίκη και οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται, με αίτημα την απόσυρση του «πολυνομοσχεδίου» και την κατάργηση των προεδρικών διαταγμάτων. Οι διακοπές των Χριστουγέννων θα βρουν κατειλημμένες κάμποσες σχολές κι ακόμη περισσότερα σχολεία.
Τη «λύση» θα προσφέρει η προσπάθεια του δυναμικού πυρήνα της Ν.Δ. να σπάσει τις καταλήψεις μετά τις γιορτές, καταφεύγοντας σε μια επίδειξη πρωτοφανούς παρακρατικής βίας συντονισμένης από τις κατά τόπους νομαρχίες: Τη νύχτα της 8-9 Ιανουαρίου 1991, ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας δολοφονείται σε σχολικό συγκρότημα της Πάτρας από ομάδα τραμπούκων της ΟΝΝΕΔ, με επικεφαλής τον τοπικό πρόεδρο της οργάνωσης, Γιάννη Καλαμπόκα, που είχαν σπεύσει να «ανακαταλάβουν» το κτίριο πετώντας έξω τους μαθητές. Χαρακτηριστικό είναι ότι εκείνες τις ημέρες έγιναν 74 επιθέσεις της ΟΝΝΕΔ σε σχολεία όλης της Ελλάδας, γεγονός που αποδεικνύει πως η δολοφονία του Ν. Τεμπονέρα ήταν αποτέλεσμα μια βάναυσης και προσχεδιασμένης πολιτικής επιλογής της κυβέρνησης.
Το επόμενο τετραήμερο η νεανική εξέγερση κλιμακώνεται, με δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές να συγκρούονται με τα ΜΑΤ στην Πάτρα (9/1) την Αθήνα (10-11.1) και, σε μικρότερο βαθμό, τη Θεσ/νίκη, και τέσσερις ακόμη νεκρούς, όταν βομβίδες δακρυγόνων των ΜΑΤ προκαλούν πυρκαγιά στο κατάστημα του «Κάππα Μαρούση» στα Χαυτεία (10/1/91).
Κάτω από το βάρος των εξελίξεων ο Β. Κοντογιαννόπουλος παραιτείται και ο διάδοχός του, Γιώργος Σουφλιάς, ανακοινώνει την απόσυρση όλων των επίμαχων νομοθετημάτων και την έναρξη διαλόγου για την παιδεία «από μηδενική βάση».
Αυτά όσον αφορά την ιστορία. Ας ελπίσουμε ότι η Μαριέττα Γιαννάκου δεν θα περιμένει τους πρώτους νεκρούς για να ακολουθήσει τον δρόμο των προκατόχων της…